υπερικταινομαι

υπερικταινομαι
    ὑπερικταίνομαι
    ὑπερ-ικταίνομαι
    заторопиться
    

πόδες ὑπερικταίνοντο Hom. — ноги (старой Эвриклеи) засеменили


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπερικταινομαι" в других словарях:

  • υπερικταίνομαι — Α (επικ. τ.) κινούμαι με υπερβολική ταχύτητα («γούνατα δ ἐρρώσαντο, πόδες δ ὑπερικταίνοντο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά σε χωρίο τής Οδύσσειας και ερμηνεύεται από τους μελετητές με διάφορους τρόπους. Κατά μία άποψη, το ρ. είναι σύνθ. από το… …   Dictionary of Greek

  • ὑπερικταίνοντο — ὑπερῑκταίνοντο , ὑπερικταίνομαι imperf ind mp 3rd pl (epic) ὑπερικταίνομαι imperf ind mp 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»